ασατίριστος

ασατίριστος
-η, -ο
αυτός που δε σατιρίστηκε, δε διακωμωδήθηκε: Στη θεατρική αυτή επιθεώρηση δε μένει πολιτικός ασατίριστος.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”